- βροντές
- thunder
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
βροντή — η 1. ο κρότος που συνοδεύει την αστραπή, το μπουμπουνητό: Η ανοιξιάτικη βροχή συνοδευόταν από βροντές και αστραπές. 2. ισχυρός κρότος, πάταγος: Πολλές φορές ακούγονται βροντές τη νύχτα από το σπίτι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αερομαντεία — Είδος μαντικής που στηρίζεται σε παρατηρήσεις των όσων συμβαίνουν στον εναέριο χώρο. Τη χρησιμοποιούσαν όλοι σχεδόν οι λαοί από την αρχαιότητα έως τον Μεσαίωνα. Υλικό του είδους της μαντικής αυτής ερμηνείας αποτελούσαν διάφορα φυσικά φαινόμενα:… … Dictionary of Greek
ανεμόβροντο — το άνεμος βίαιος με βροντές … Dictionary of Greek
αστραπόβροντο — το 1. θύελλα με αστραπές και βροντές 2. κεραυνός 3. ισχυρός κρότος από έκρηξη … Dictionary of Greek
βρονταίος — βρονταῑος, α, ον (Α) [βροντή] φρ. 1. «Ζεὺς βρονταῑος» ο Δίας ο θεός της βροντής 2. «νεφέλαι βρονταῑαι» σύννεφα που φέρνουν καταιγίδα με βροντές … Dictionary of Greek
βροντησικέραυνος — βροντησικέραυνος, ον (Α) (για τα σύννεφα) εκείνος που φέρνει βροντές και κεραυνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντησι < βροντώ + κεραυνός < κεραυνός (πρβλ. τερψίμβροτος)] … Dictionary of Greek
βροντητά — τα [βροντώ] αλλεπάλληλες βροντές ή δυνατοί κρότοι … Dictionary of Greek
βροντοσεισμολόγιον — βροντοσεισμολόγιον, το (Μ) βιβλίο μαντικής που βασίζεται στα φυσικά φαινόμενα, βροντές και σεισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βροντοσεισμολόγιον προήλθε από συμφυρμό των λ. βροντολόγιον και σεισμολόγιον] … Dictionary of Greek
ελασίβροντος — ἐλασίβροντος, ον (Α) 1. αυτός που εξακοντίζει βροντές 2. αυτός που εκσφενδονίζεται σαν βροντή, μπουμπουνιστός, βροντερός … Dictionary of Greek
ευρύοπα — εὐρύοπα, ὁ (Α) 1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος») 2. (επίθ. τού Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία τού τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ … Dictionary of Greek
θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… … Dictionary of Greek